-
1 полевой
επ.1. αγροτικός•-ая дорога αγροτικός δρόμος.
2. (στρατ.) πεδινός, της εκστρατείας•-ая пушка πεδινό πυροβόλο•
-ая артиллерия πεδινό πυροβολικό•
полевой госпиталь ορεινό χειρουργείο•
-ая почта ταχυδρομείο εκστρατειας•
-ая кухня μαγειρείο εκστρατείας.
3. φυσικός• εξοχικός.4. κυνηγετικός.5. αγροτικός, αυτοφυής, άγριος•- ая мята άγρια μίνθη (επιστ.), αγριόδυοσμος (λκ.)
полевая мышь ο αρουραίος.
εκφρ.полевой шпат – είδος ά-στρίου (ορυκτό). -
2 полевой
полев||о́йприл1. ἀγροτικός:\полевойые работы ἡ δουλειά στό χωράφι, οἱ ἀγροτικές ἐργασίες· \полевойые цветы τά ἀγριολούλουδα·2. воен. πεδινός:\полевойг*я артиллерия τό πεδινό πυροβολικό· \полевой госпиталь τό νοσοκομείο ἐκστρατείας· \полевойа́я почта τό στρατιωτικό ταχυδρομείο· \полевой бинокль ἡ διόπτρα (или τά κιάλια) ἐκστρατείας· ◊ \полевой шпат мин. ὁ ἀστερίας. -
3 военно-полевой
επ.της εκστρατείας•военно-полевой суд στρατοδικείο εκστρατείας•
-ая хирургия ορεινό χειρουργείο.
-
4 бинокль
τα κυάλια, η διόπτραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бинокль
-
5 госпиталь
госпитальм τό νοσοκομείο[ν], τό στρατιωτικό νοσοκομείο:полевой (походный) \госпиталь τό νοσοκομείο ἐκστρατείας.